- τηλεγραφώ
- [тилэграфо] ρ. телеграфировать,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τηλεγραφώ — τηλεγραφώ, τηλεγράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηλεγραφώ — έω, Ν [τηλέγραφος] 1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά 2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο … Dictionary of Greek
τηλεγραφώ — τηλεγράφησα, τηλεγραφήθηκα 1. χειρίζομαι τηλεγραφική συσκευή. 2. συνεννοούμαι με τηλέγραφο. 3. πληροφορώ τηλεγραφικά: Μας τηλεγράφησε ότι έρχεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιογραφώ — έω, Ν [ραδιογραφία] 1. ακτινογραφώ 2. τηλεγραφώ με ασύρματο τηλέγραφο, ραδιοτηλεγραφώ … Dictionary of Greek
τηλεγραφητής — ο, θηλ. τηλεγραφήτρια, Ν υπάλληλος που διαβιβάζει και παίρνει τηλεγραφήματα με την τηλεγραφική συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεγραφώ. Το αρσ. τηλεγραφητής μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος, ενώ το θηλ.,… … Dictionary of Greek